Η πληροφορική στα σχολεία

Άρθρο του Ευρωβουλευτή Καθηγητή

Ιωάννη Α. Τσουκαλά

Πολύ φοβούμαι ότι η έντονη συζήτηση που έχει πυροδοτηθεί τις τελευταίες εβδομάδες, μετά την πρωτοβουλία του Υπουργείου Παιδείας να εξαφανίσει ουσιαστικά το μάθημα της πληροφορικής από την δευτεροβάθμια εκπαίδευση, είναι, για άλλη μία φορά, εξαιρετικά ετεροχρονισμένη. Όλα όσα περιλαμβάνει αυτή τη συζήτηση (άλλη μια μεταρρυθμιστική πρωτοβουλία «θερινής νυκτός» του Υπουργείου Παιδείας για το «νέο λύκειο», δημόσιες διαβουλεύσεις, τοποθετήσεις ακαδημαϊκών και αντιδράσεις εκπαιδευτικών και επαγγελματικών φορέων) θα ήταν μάλλον δικαιολογημένα αν λάμβαναν χώρα προ εικοσαετίας τουλάχιστον, τότε που οι περισσότερες χώρες του δυτικού κόσμου αντιμετώπιζαν το θέμα της ένταξης της πληροφορικής στα σχολεία τους, κι όχι στα μέσα της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα.

Κι όχι απλώς η συζήτηση είναι ετεροχρονισμένη, αλλά όλα δείχνουν ότι το ελληνικό υπουργείο παιδείας καταλήγει σε συμπεράσματα απολύτως αντίθετα από αυτά στα οποία έχουν καταλήξει όλες οι ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμενες κοινωνίες και οικονομίες του πλανήτη. Εν τέλει φαίνεται ότι στο «νέο λύκειο» που η ελληνική πολιτεία οραματίζεται να προσφέρει στους νέους πολίτες της, η πληροφορική δεν έχει θέση.

Θα είμαι ξεκάθαρος, με την υποβάθμιση του ρόλου της πληροφορικής στο «νέο λύκειο» και την αποσύνδεσή της από την εισαγωγή στα τμήματα πληροφορικής και πολυτεχνικών σχολών της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, το Υπουργείο Παιδείας θα καταφέρει τριπλό χτύπημα στους μαθητές, το εκπαιδευτικό σύστημα και τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας:

α) στερεί τους μαθητές από πολύτιμες τεχνολογικές δεξιότητες που θα τους επέτρεπαν να ανταγωνιστούν επί ίσοις όροις τους ομολόγους τους στην παγκόσμια αρένα. Αντί μέσω του σχολείου να γεφυρώνουμε το «ψηφιακό χάσμα» εντός της ελληνικής κοινωνίας (γιατί δεν μπορούν όλοι οι μαθητές να έχουν τον προσωπικό φορητό τους υπολογιστή), δημιουργούμε μόνοι μας ένα ακόμη μεγαλύτερο χάσμα δεξιοτήτων μεταξύ των ελληνοπαίδων και των συνομηλίκων τους στην Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο.

Το έχω πει πολλές φορές, ας μου επιτραπεί να το επαναλάβω: η παραγωγικότητα και η ανταγωνιστικότητα στην Κοινωνία της Γνώσης κα της Πληροφορίας δεν εξαρτώνται από το πόσο χαμηλός είναι ο μισθός και πόσο εύκολη η κινητικότητα ενός εργαζομένου, αλλά από το κατά κεφαλήν γνωστικό, τεχνολογικό καί πολιτιστικό περιεχόμενο του κάθε πολίτη. Το συμπέρασμα είναι οδυνηρά απλό: χωρίς υψηλού επιπέδου ψηφιακό εναλφαβητισμό (digital literacy) και τεχνολογικές δεξιότητες (e-skills) δεν είναι δυνατός ο έλεγχος των νέων μέσων παραγωγής και η ισότιμη συμμετοχή μας στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία.

Στην χώρα της νεανικής ανεργίας του 60%, της χαμηλής ανταγωνιστικότητας και της ακόμη μικρότερης παραγωγικότητας, όπου μόλις το 50% του πληθυσμού χρησιμοποιεί τακτικά το διαδίκτυο (έναντι 70% στην ΕΕ) και το 42% του πληθυσμού δεν έχει χρησιμοποιήσει ποτέ το διαδίκτυο (έναντι 22% στην ΕΕ), συζητούμε για το αν θα πρέπει η πληροφορική να είναι κύριο μάθημα στα σχολεία 1. Την ίδια στιγμή η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπολογίζει ότι στην ΕΕ υπάρχουν περίπου πέντε εκατομμύρια θέσεις εργασίας στις ΤΠΕ (με περίπου 100.000 νέες θέσεις να προστίθενται κάθε χρόνο) , για τις οποίες ήδη ο αριθμός των αποφοίτων σχετικών τμημάτων δεν επαρκεί. Ταυτόχρονα, τα σχετικά με την πληροφορική επαγγέλματα είναι σε μεγάλο βαθμό απρόσβλητα από την οικονομική κρίση, καθώς ακόμη και στην κορύφωσή της, η ζήτηση ήταν μεγαλύτερη από την προσφορά. Σύμφωνα με την ΕΕ, με σενάριο μέτριας οικονομικής ανάπτυξης, ως το 2015 θα υπάρχει έλλειψη ως και 380.000 επιστημόνων και τεχνικών πληροφορικής, ενώ δεν αποκλείεται ο αριθμός αυτός να φτάσει και τις 900.000. Μάλλον αυτά δεν απασχολούν το υπουργείο.

Όμως η πολυπόθητη ανάπτυξη δεν αποτελεί από μόνη της πολιτική αλλά είναι αποτέλεσμα πολιτικών. Αυτήν την περίοδο, όλες οι δυτικές χώρες, ενισχύουν τον ρόλο της πληροφορικής στα σχολεία μέσω των εκπαιδευτικών προγραμμάτων STEM (science, technology, engineering, math, δηλαδή «φυσικές επιστήμες, τεχνολογία, μηχανική, μαθηματικά») στοχεύοντας στην καλλιέργεια ανθρώπινου δυναμικού υψηλής ποιότητας, κατάρτισης και προσαρμοστικότητας, έτοιμου να ανταποκριθεί στις σύγχρονες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες. Στο ίδιο πλαίσιο, προτάσσουν τις δεξιότητες προγραμματισμού υπολογίστών (δίδάσκοντάς τον σε όλο καί μίκρότερες ηλίκίες στην πρωτοβάθμία εκπαίδευση), έναντι της απλής χρήσης προγραμμάτων υπολογιστών, αφού στόχος τους δεν είναι να εκπαιδεύσουν την επόμενη γενιά υπαλλήλων γραφείου αλλά την επόμενη γενιά δημιουργών καινοτόμων προϊόντων της ψηφιακής τεχνολογίας . Εμείς τι στόχο έχουμε; Δημόσιο σχολείο χωρίς ουσιαστικό ρόλο για την πληροφορική είναι σχολείο δεινοσαύρων. β) στερεί το σχολείο από τον καταλυτίκό ρόλο που μπορεί να παίξεί η πληροφορίκή γία την υποστήριξη της διδασκαλίας των άλλων μαθημάτων, τόσο μέσω της παροχής παιδαγωγικών εργαλείων σε άλλους κλάδους, όσο καί μέσω της πολυπόθητης δίαθεματίκότητας με την οργανική ένταξη της πληροφορικής στην διδασκαλία. Οι υπολογιστές είναι πανίσχυρα πολιτισμικά τεχνουργήματα με υψηλό μετασχηματιστικό δυναμικό (εφάμιλλο της ανακάλυψης της γλώσσας και της γραφής). Η εκπαιδευτική τεχνολογία, ως κλάδος της πληροφορικής, μπορεί να προσφέρει πολύτιμες λύσεις για την αναβάθμιση της διδασκαλίας όλων των μαθημάτων μέχρι και στο πιο απομακρυσμένο σχολείο της ορεινής ή νησιωτικής Ελλάδας (κί έχουμε δεί τα τελευταία χρόνία λαμπρά παραδείγματα του τί μπορούν να πετύχουν με λιγοστά μέσα και πολλή προσωπική εργασία φιλότιμοι και φιλομαθείς εκπαιδευτικοί). Παράλληλα, η πληροφορική μπορεί να ενδυναμώσει εκπαιδευτικούς και μαθητές, επιτρέποντάς τους να αναζητήσουν οι ίδιοι, εντός και εκτός του σχολείου, μαθησιακούς πόρους να επιμορφωθούν και να συμμετάσχουν σε προγράμματα διά βίου εκπαίδευσης (ήδη τα μεγάλα δικτυακά πανεπιστήμια στις ΗΠΑ – MOOCs – ετοιμάζουν υψηλού επίπέδου δωρεάν εκπαίδευτίκά προγράμματα που θα καλύπτουν τίς ανάγκες επιμόρφωσης 350.000 νέων εκπαιδευτικών το χρόνο).

Όμως η ελληνική πολιτεία φαίνεται ότι επιλέγει να συνεχίσει να πορεύεται με βάση το βολικό πολιτικό άλλοθι που προκρίνει το να βάζουμε «υπολογιστές στα σχολεία» αντί για «επιστήμονες πληροφορικής στα σχολεία». Το πρώτο βολεύει για την εύκολη απορρόφηση ευρωπαϊκών κονδυλίων, κρατά ικανοποιημένους τους προμηθευτές του δημοσίου καί κρατά απασχολημένα τα παιδιά στην τάξη όταν υπάρχουν εκπαιδευτικά κενά. Το δεύτερο προϋποθέτει την ύπαρξη στρατηγικού πλάνου, επιστημονικού σχεδιασμού και καταρτισμένων (ή πρόθυμων να καταρτιστούν) εκπαιδευτικών. Όταν ο σχεδιασμός γίνεται εν μέσω θέρους, υπό την πίεση επίδείξης μεταρρυθμίστίκού οίστρου ή επίτευξης αυθαίρετων ποσοτικών στόχων μετακινήσεων εκπαιδευτικών, πού να περισσέψει χρόνος για σχεδιασμό. Αποτέλεσμα είναι τα προηγούμενα χρόνια να έχουν ξοδευτεί δεκάδες εκατομμύρια ευρώ για εργαστήρια πληροφορικής στα σχολεία, που ελάχιστοι εκπαιδευτικοί πλην των είδίκοτήτων πληροφορίκής είναί σε θέση (ή έχουν την δίάθεση) να αξίοποίήσουν. Δεκάδες ακριβοπληρωμένα εκπαιδευτικά CDs παραμένουν σφραγισμένα και κλειδωμένα στις βιβλιοθήκες κάθε σχολείου, ενώ πανάκριβοι «αλληλεπιδραστικοί ηλεκτρονικοί πίνακες» παραμένουν σκονισμένοι σε αίθουσες γιατί ελάχιστοι μπορούν να τους χρησιμοποιήσουν (εδώ οφείλουμε όλοί, εκπαίδευτίκοί καί πανεπίστημίακοί να αναλογίστούμε ποίο είναί το δικό μας μερίδιο ευθύνης σε αυτήν την κατάσταση και ποιος ήταν ο ρόλος της πληροφορικής στα χρόνια της αφθονίας ευρωπαϊκών κονδυλίων). γ) το πιο επικίνδυνο όλων, στερεί τους σημερινούς μαθητές και μελλοντικούς πολίτες αυτής της χώρας από ένα ζωτίκό φίλτρο ανάγνωσης, αποκωδίκοποίησης καί ερμηνείας του εξωτερικού αντικειμενικού κόσμου. Ο ψηφιακός εναλφαβητισμός έχει πάψει προ πολλού να είναι ένα ξεχωριστό τεχνολογικό πεδίο ή απλά ένα πολύτιμο παραγωγικό εργαλείο και έχει καταστεί αναπόσπαστο τμήμα της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής συγκρότησης των σύγχρονων κοινωνιών. Η πρόσβαση στην ψηφιακή πληροφορία και στα νέα μέσα επικοινωνίας και ενημέρωσης, η ισότιμη, κριτική συμμετοχή στη δημόσια σφαίρα, ο σεβασμός καί η προστασία των ψηφίακών προσωπίκών δεδομένων, δεν αποτελούν απλές τεχνίκές δεξίότητες αλλά ζωτίκές προϋποθέσείς γία την καλλίέργεία της ίδίότητας του πολίτη καί της άσκησης των δίκαίωμάτων του.

Την ίδια στιγμή που στην παγκόσμια δημόσια σφαίρα κυριαρχούν συζητήσεις που άπτονται της επίστήμης της πληροφορίκής ( γία τον ρόλο των ψηφίακών προσωπίκών δεδομένων (Snowden και υπόθεση PRISM), τον ρόλο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στην Αραβική Άνοιξη και τα κοινωνικά κινήματα, την κυβερνοασφάλεια (cybersecurity και καθημερινά συμβάντα hacking από ομάδες όπως οι Anonymous), τον κυβερνοπόλεμο (η δεοντολογία της χρήσης αυτόνομων ρομποτικών αεροσκαφών drones για εκτελέσεις εχθρών), τον διαδικτυακό εκφοβισμό (cyberbullying), ή τις επιπτώσεις των αυτοματοποιημένων συναλλαγών στην παγκόσμια οικονομία (high speed trading)), εμείς είμαστε έτοιμοι να στερήσουμε από τους μελλοντικούς πολίτες της χώρας τα διανοητικά εργαλεία κατανόησης καί επεξεργασίας αυτών των θεμάτων.

Την ίδια στιγμή που αγοράζουμε στα παιδιά μας «έξυπνα κινητά τηλέφωνα», γρήγορες συνδέσεις internet, φορητούς υπολογιστές, παιχνιδοκονσόλες και κάθε άλλο σύγχρονο gadget, καθίστώντας τα πίστούς καταναλωτές τεχνολογίκών καί πολίτίστίκών προϊόντων δεν είμαστε δίατεθείμένοί να τα εξοπλίσουμε με τίς δεξίότητες εκείνες που θα τους επιτρέψουν να συμμετάσχουν ισότιμα στην παγκοσμιοποιημένη κοινωνία της γνώσης, ως παραγωγοί σε κλάδους της δημιουργικής και πολιτιστικής βιομηχανίας.

Την ίδια στιγμή που στην Ευρωπαϊκή Ένωση δίνουμε μάχες για ενεργή συμμετοχή των πολιτών στην δημοκρατική και πολιτική διαδικασία (π.χ. Πρωτοβουλία Πολιτών της ΕΕ, δράσεις συμμετοχικής δημοκρατίας και διαβούλευσης), για την «ανοιχτή πρόσβαση» (open access) στα ψηφιακά δεδομένα του δημοσίου τομέα (ώστε οι πολίτες να παράγουν ψηφιακές εφαρμογές για να ελέγχουν και να αξιολογούν το κράτος), για την «ανοιχτή πρόσβαση» στους ψηφιακούς πολιτιστικούς θησαυρούς της ΕΕ (βιβλιοθήκη Europeana και εργαλεία δημιουργίας εκπαιδευτικού και πολιτιστικού λογισμικού), για την «ανοιχτή πρόσβαση» στις επιστημονικές δημοσιεύσεις (ώστε οι πολίτες να είναι σε θέση να αξιολογούν και να αξιοποιούν τα επιστημονικά και τεχνολογικά επιτεύγματα) , στην Ελλάδα επιλέγουμε να «μεταρρυθμιζόμαστε» ομφαλοσκοπώντας, αγνοώντας τη διεθνή πρακτική, τις επιστημονικές εξελίξεις και τις συστάσεις διεθνών οργανισμών.

Η υποβάθμιση της επιστήμης της πληροφορικής στο νέο λύκειο δεν είναι απλώς οικονομικά επιζήμια, είναι κοινωνικά και πολιτικά απαράδεκτη, είναι ζήτημα παιδείας και δημοκρατίας. Το έλλειμμα παιδείας είναι πιο επικίνδυνο για την Ελλάδα από οποιοδήποτε δημοσιονομικό έλλειμμα. Ας μην το συμπληρώνουμε με έλλειμμα σοβαρότητας.

ΥΓ Φοβούμαι ότι το σχέδιο του Υπουργείου Παιδείας για υποβάθμιση της πληροφορικής είναι μια κλασσική περίπτωση εφαρμογής αλγορίθμου «διαίρει και βασίλευε», όπου δηλαδή ένα σύνθετο υπολογιστικό πρόβλημα τεμαχίζεται σε επιμέρους, απλούστερα στην επίλυσή τους, προβλήματα. Στην προσπάθειά του υπουργείου να ισορροπήσει τις λογιστικές απαιτήσεις του ωρολογίου προγράμματος με την ανάγκη για μετακινήσεις και μετατάξεις εκπαιδευτικών και τήρηση των ισορροπιών μεταξύ των συντεχνιών, οι καθηγητές πληροφορικής (μια ετερόκλητη ομάδα που περιλαμβάνει από λαμπρούς νέους επιστήμονες πληροφορικής που έχουν επιτύχει σε αυστηρές εξετάσεις ΑΣΕΠ, μέχρι Θεολόγους που είχαν διοριστεί με μόνο προσόν το ότι συμπλήρωσαν κάποτε 500 ώρες σεμιναρίων σε «υπολογιστές») ήταν μάλλον ο εύκολος στόχος. Φοβούμαι ότι τα κριτήρια της επιλογής των μαθημάτων του «νέου λυκείου» δεν ήταν επιστημονικά αλλά διοικητικά και συνδικαλιστικά κι ότι οι συντάκτες του σχεδίου δεν θα είχαν κανένα πρόβλημα να κόψουν , αντί της πληροφορικής, τα μαθηματικά ή τα νέα ελληνικά από το σχολείο, αν πίστευαν ότι το σχέδιό τους θα συναντούσε λιγότερες αντιδράσεις. Κι αυτό κάτι δείχνει για το πώς σχεδιάζονται οι εκπαιδευτικές – και όχι μόνο – μεταρρυθμίσεις σε αυτόν τον τόπο.

1 Τα στοιχεία προέρχονται από τον τελευταίο συγκριτικό πίνακα επιδόσεων του Ψηφιακού Θεματολογίου της ΕΕ Digita Agenda Scoreboard 2013) http://ec.europa.eu/ digital-agenda/en/scoreboard